δενδρόμετρο

δενδρόμετρο
το
δασικό όργανο με το οποίο μετρούνται κατά προσέγγιση οι διαστάσεις τών όρθιων δένδρων και υπολογίζεται το ποσό τής οικοδομήσιμης ξυλείας, την οποία μπορεί καθένα να αποδώσει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… …   Dictionary of Greek

  • δενδρομετρική — η 1. η καταμέτρηση τών διαστάσεων δένδρων με δενδρόμετρο 2. κλάδος τής δασολογίας, δασική στερεομετρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Ν. Χλωρό] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”